εύειλος

εύειλος
εὔειλος, -ον (Α)
ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά-ειλος, πρόσ-ειλος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὔειλος — sunny masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔειλον — εὔειλος sunny masc/fem acc sg εὔειλος sunny neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐείλοις — εὔειλος sunny masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐείλων — εὔειλος sunny masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔειλα — εὔειλος sunny neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔειλοι — εὔειλος sunny masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είλη — (I) εἴλη, η (Α) ίλη (ιππικού). (II) εἴλη, η (Α) 1. η θερμότητα τού ήλιου 2. άχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < *Fhelā < *hFelā) με προθηματικό φωνήεν (*e Fhέλā). Ο τύπος *Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο… …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”